Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
View word page
μονοσυλλαβία
being monosyllabic

ShortDef

being monosyllabic

Debugging

Headword:
μονοσυλλαβία
Headword (normalized):
μονοσυλλαβία
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβια
IDX:
57842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57843
Key:

Data

{'content': 'being monosyllabic'}