Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
View word page
μονοσυλλαβέω
to be a monosyllable

ShortDef

to be a monosyllable

Debugging

Headword:
μονοσυλλαβέω
Headword (normalized):
μονοσυλλαβέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβεω
IDX:
57841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57842
Key:

Data

{'content': 'to be a monosyllable'}