Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
View word page
μονόστολος
going alone, alone, single

ShortDef

going alone, alone, single

Debugging

Headword:
μονόστολος
Headword (normalized):
μονόστολος
Headword (normalized/stripped):
μονοστολος
IDX:
57837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57838
Key:

Data

{'content': 'going alone, alone, single'}