Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
View word page
μονόστοιχος
one-rowed
ShortDef
one-rowed
Debugging
Headword:
μονόστοιχος
Headword (normalized):
μονόστοιχος
Headword (normalized/stripped):
μονοστοιχος
IDX:
57836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57837
Key:
Data
{'content': 'one-rowed'}