Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
View word page
μονοστιβής
walking alone
ShortDef
walking alone
Debugging
Headword:
μονοστιβής
Headword (normalized):
μονοστιβής
Headword (normalized/stripped):
μονοστιβης
IDX:
57834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57835
Key:
Data
{'content': 'walking alone'}