Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
View word page
μονοστέφανος
having won a single contest

ShortDef

having won a single contest

Debugging

Headword:
μονοστέφανος
Headword (normalized):
μονοστέφανος
Headword (normalized/stripped):
μονοστεφανος
IDX:
57833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57834
Key:

Data

{'content': 'having won a single contest'}