Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
View word page
μονοσιτέω
to eat once in the day

ShortDef

to eat once in the day

Debugging

Headword:
μονοσιτέω
Headword (normalized):
μονοσιτέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσιτεω
IDX:
57825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57826
Key:

Data

{'content': 'to eat once in the day'}