Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
μονοστιβής
View word page
μονοσάνδαλος
with but one sandal

ShortDef

with but one sandal

Debugging

Headword:
μονοσάνδαλος
Headword (normalized):
μονοσάνδαλος
Headword (normalized/stripped):
μονοσανδαλος
IDX:
57824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57825
Key:

Data

{'content': 'with but one sandal'}