Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
μονόστεγος
μονοστελέχης
μονόστεος
μονοστέφανος
View word page
μόνος
alone, left alone, forsaken solitary
ShortDef
alone, left alone, forsaken solitary
Debugging
Headword:
μόνος
Headword (normalized):
μόνος
Headword (normalized/stripped):
μονος
IDX:
57823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57824
Key:
Data
{'content': 'alone, left alone, forsaken solitary'}