Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
μονόσκορδον
View word page
μονόρριζος
with a single root

ShortDef

with a single root

Debugging

Headword:
μονόρριζος
Headword (normalized):
μονόρριζος
Headword (normalized/stripped):
μονορριζος
IDX:
57819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57820
Key:

Data

{'content': 'with a single root'}