Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
View word page
ἀνακαλύπτω
to uncover

ShortDef

to uncover

Debugging

Headword:
ἀνακαλύπτω
Headword (normalized):
ἀνακαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
ανακαλυπτω
IDX:
5781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5782
Key:

Data

{'content': 'to uncover'}