Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
μονόσκηπτρος
View word page
μονορρήξ
torn off
ShortDef
torn off
Debugging
Headword:
μονορρήξ
Headword (normalized):
μονορρήξ
Headword (normalized/stripped):
μονορρηξ
IDX:
57818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57819
Key:
Data
{'content': 'torn off'}