Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
μόνος
μονοσάνδαλος
μονοσιτέω
μονοσιτία
μονοσκελής
View word page
μονόπωλος
with one horse
ShortDef
with one horse
Debugging
Headword:
μονόπωλος
Headword (normalized):
μονόπωλος
Headword (normalized/stripped):
μονοπωλος
IDX:
57817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57818
Key:
Data
{'content': 'with one horse'}