Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
μόνορχις
View word page
μονοπύθμενος
with one bottom

ShortDef

with one bottom

Debugging

Headword:
μονοπύθμενος
Headword (normalized):
μονοπύθμενος
Headword (normalized/stripped):
μονοπυθμενος
IDX:
57812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57813
Key:

Data

{'content': 'with one bottom'}