Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
μονόρρυθμος
μονορύχης
View word page
μονόπτωτος
with but one case

ShortDef

with but one case

Debugging

Headword:
μονόπτωτος
Headword (normalized):
μονόπτωτος
Headword (normalized/stripped):
μονοπτωτος
IDX:
57811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57812
Key:

Data

{'content': 'with but one case'}