Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
μονορρήξ
μονόρριζος
View word page
μονοπτύχιος
folding once

ShortDef

folding once

Debugging

Headword:
μονοπτύχιος
Headword (normalized):
μονοπτύχιος
Headword (normalized/stripped):
μονοπτυχιος
IDX:
57809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57810
Key:

Data

{'content': 'folding once'}