Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
μονόπωλος
View word page
μονοπρόσωπος
with one face
ShortDef
with one face
Debugging
Headword:
μονοπρόσωπος
Headword (normalized):
μονοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
μονοπροσωπος
IDX:
57807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57808
Key:
Data
{'content': 'with one face'}