Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
μονοπώλιον
View word page
μονοπροσωπέω
have but one person

ShortDef

have but one person

Debugging

Headword:
μονοπροσωπέω
Headword (normalized):
μονοπροσωπέω
Headword (normalized/stripped):
μονοπροσωπεω
IDX:
57806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57807
Key:

Data

{'content': 'have but one person'}