Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
μονοπωλέω
μονοπωλία
View word page
μονοπραγματέω
to be engaged in one thing
ShortDef
to be engaged in one thing
Debugging
Headword:
μονοπραγματέω
Headword (normalized):
μονοπραγματέω
Headword (normalized/stripped):
μονοπραγματεω
IDX:
57805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57806
Key:
Data
{'content': 'to be engaged in one thing'}