Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
μονοπύθμενος
μονοπύργιον
View word page
μονόποιος
of single nature
ShortDef
of single nature
Debugging
Headword:
μονόποιος
Headword (normalized):
μονόποιος
Headword (normalized/stripped):
μονοποιος
IDX:
57803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57804
Key:
Data
{'content': 'of single nature'}