Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
μονόπτυχος
μονόπτωτος
View word page
μονόπλοια
single
ShortDef
single
Debugging
Headword:
μονόπλοια
Headword (normalized):
μονόπλοια
Headword (normalized/stripped):
μονοπλοια
IDX:
57801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57802
Key:
Data
{'content': 'single'}