Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
μονοπτύχιος
View word page
μονόπηρος
with one scrip
ShortDef
with one scrip
Debugging
Headword:
μονόπηρος
Headword (normalized):
μονόπηρος
Headword (normalized/stripped):
μονοπηρος
IDX:
57799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57800
Key:
Data
{'content': 'with one scrip'}