Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
μονοπροσωπέω
μονοπρόσωπος
μονόπτερος
View word page
μονόπεπλος
wearing the tunic only

ShortDef

wearing the tunic only

Debugging

Headword:
μονόπεπλος
Headword (normalized):
μονόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
μονοπεπλος
IDX:
57798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57799
Key:

Data

{'content': 'wearing the tunic only'}