Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
μονόπους
μονοπραγματέω
View word page
μονοπέδιλος
having but one shoe

ShortDef

having but one shoe

Debugging

Headword:
μονοπέδιλος
Headword (normalized):
μονοπέδιλος
Headword (normalized/stripped):
μονοπεδιλος
IDX:
57795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57796
Key:

Data

{'content': 'having but one shoe'}