Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
μονοποδία
μονόποιος
View word page
μονοπάλης
one who conquers in wrestling only
ShortDef
one who conquers in wrestling only
Debugging
Headword:
μονοπάλης
Headword (normalized):
μονοπάλης
Headword (normalized/stripped):
μονοπαλης
IDX:
57793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57794
Key:
Data
{'content': 'one who conquers in wrestling only'}