Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
μονόπλοια
View word page
μονόπαις
an only child
ShortDef
an only child
Debugging
Headword:
μονόπαις
Headword (normalized):
μονόπαις
Headword (normalized/stripped):
μονοπαις
IDX:
57791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57792
Key:
Data
{'content': 'an only child'}