Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
μονόπλευρος
View word page
μονοπάθεια
suffering in one part of the body only
ShortDef
suffering in one part of the body only
Debugging
Headword:
μονοπάθεια
Headword (normalized):
μονοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
μονοπαθεια
IDX:
57790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57791
Key:
Data
{'content': 'suffering in one part of the body only'}