Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
μονόπηρος
View word page
μονόξυλος
made from a solid trunk

ShortDef

made from a solid trunk

Debugging

Headword:
μονόξυλος
Headword (normalized):
μονόξυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοξυλος
IDX:
57789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57790
Key:

Data

{'content': 'made from a solid trunk'}