Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
View word page
ἀνακαλλύνω
sweep up

ShortDef

sweep up

Debugging

Headword:
ἀνακαλλύνω
Headword (normalized):
ἀνακαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
ανακαλλυνω
IDX:
5778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5779
Key:

Data

{'content': 'sweep up'}