Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
μονοπέδιλος
μονοπείρας
μονόπελμος
μονόπεπλος
View word page
μονόξοος
singly cleft
ShortDef
singly cleft
Debugging
Headword:
μονόξοος
Headword (normalized):
μονόξοος
Headword (normalized/stripped):
μονοξοος
IDX:
57788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57789
Key:
Data
{'content': 'singly cleft'}