Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
μονόξυλος
μονοπάθεια
μονόπαις
μονοπάλη
μονοπάλης
μονοπάτωρ
View word page
μονόμοσχος
with but one stem

ShortDef

with but one stem

Debugging

Headword:
μονόμοσχος
Headword (normalized):
μονόμοσχος
Headword (normalized/stripped):
μονομοσχος
IDX:
57784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57785
Key:

Data

{'content': 'with but one stem'}