Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
μονόξοος
View word page
μονόμηλον
eye-salve

ShortDef

eye-salve

Debugging

Headword:
μονόμηλον
Headword (normalized):
μονόμηλον
Headword (normalized/stripped):
μονομηλον
IDX:
57778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57779
Key:

Data

{'content': 'eye-salve'}