Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
μονομοιριαῖος
μονόμοσχος
μονόμφαλος
μονοναύτης
μονονυχί
View word page
μονόμετρος
composed in one metre

ShortDef

composed in one metre

Debugging

Headword:
μονόμετρος
Headword (normalized):
μονόμετρος
Headword (normalized/stripped):
μονομετρος
IDX:
57777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57778
Key:

Data

{'content': 'composed in one metre'}