Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
μονόμματος
μονομοιρία
View word page
μονομάχος
fighting in single combat; gladiator
ShortDef
fighting in single combat; gladiator
Debugging
Headword:
μονομάχος
Headword (normalized):
μονομάχος
Headword (normalized/stripped):
μονομαχος
IDX:
57772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57773
Key:
Data
{'content': 'fighting in single combat; gladiator'}