Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
μονομήτωρ
μονόμισσα
View word page
μονομαχικός
of or in single combat

ShortDef

of or in single combat

Debugging

Headword:
μονομαχικός
Headword (normalized):
μονομαχικός
Headword (normalized/stripped):
μονομαχικος
IDX:
57770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57771
Key:

Data

{'content': 'of or in single combat'}