Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
μονομαχοτρόφος
μονομελής
μονομερής
μονόμετρος
μονόμηλον
View word page
μονομάχημα
single combat
ShortDef
single combat
Debugging
Headword:
μονομάχημα
Headword (normalized):
μονομάχημα
Headword (normalized/stripped):
μονομαχημα
IDX:
57768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57769
Key:
Data
{'content': 'single combat'}