Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
μονομαχοτροφεῖον
View word page
μονόλυκος
a singularly huge wolf

ShortDef

a singularly huge wolf

Debugging

Headword:
μονόλυκος
Headword (normalized):
μονόλυκος
Headword (normalized/stripped):
μονολυκος
IDX:
57763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57764
Key:

Data

{'content': 'a singularly huge wolf'}