Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
μονομαχέω
μονομάχημα
μονομαχία
μονομαχικός
μονομάχιον
μονομάχος
View word page
μονόλοπος
with but one coat

ShortDef

with but one coat

Debugging

Headword:
μονόλοπος
Headword (normalized):
μονόλοπος
Headword (normalized/stripped):
μονολοπος
IDX:
57762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57763
Key:

Data

{'content': 'with but one coat'}