Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
μονόμαζος
μονόμαλλος
View word page
μονόκωπος
with one oar

ShortDef

with one oar

Debugging

Headword:
μονόκωπος
Headword (normalized):
μονόκωπος
Headword (normalized/stripped):
μονοκωπος
IDX:
57756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57757
Key:

Data

{'content': 'with one oar'}