Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
μονόλυκος
μονόλωπος
View word page
μονόκυκλος
with the top made in one piece
ShortDef
with the top made in one piece
Debugging
Headword:
μονόκυκλος
Headword (normalized):
μονόκυκλος
Headword (normalized/stripped):
μονοκυκλος
IDX:
57754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57755
Key:
Data
{'content': 'with the top made in one piece'}