Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
μονόλινον
μονόλοπος
View word page
μονόκροτος
with one bank of oars manned

ShortDef

with one bank of oars manned

Debugging

Headword:
μονόκροτος
Headword (normalized):
μονόκροτος
Headword (normalized/stripped):
μονοκροτος
IDX:
57752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57753
Key:

Data

{'content': 'with one bank of oars manned'}