Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
μονόλιθος
View word page
μονοκότυλος
with but one row of arms

ShortDef

with but one row of arms

Debugging

Headword:
μονοκότυλος
Headword (normalized):
μονοκότυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοκοτυλος
IDX:
57750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57751
Key:

Data

{'content': 'with but one row of arms'}