Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
μονολέων
μονολήμματος
View word page
μονοκόντιον
spear

ShortDef

spear

Debugging

Headword:
μονοκόντιον
Headword (normalized):
μονοκόντιον
Headword (normalized/stripped):
μονοκοντιον
IDX:
57749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57750
Key:

Data

{'content': 'spear'}