Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναιωρέω
ἀνακαγχάζω
ἀνακαθαίρω
ἀνακάθαρμα
ἀνακάθαρσις
ἀνακαθαρτικός
ἀνακάθημαι
ἀνακαθίζω
ἀνακαινίζω
ἀνακαίνισις
ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
View word page
ἀνακαινόω
to renew, restore
ShortDef
to renew, restore
Debugging
Headword:
ἀνακαινόω
Headword (normalized):
ἀνακαινόω
Headword (normalized/stripped):
ανακαινοω
IDX:
5774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5775
Key:
Data
{'content': 'to renew, restore'}