Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
μονολέκιθος
View word page
μονόκοκκος
with a single grain

ShortDef

with a single grain

Debugging

Headword:
μονόκοκκος
Headword (normalized):
μονόκοκκος
Headword (normalized/stripped):
μονοκοκκος
IDX:
57747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57748
Key:

Data

{'content': 'with a single grain'}