Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
μονόκωλος
μονόκωπος
View word page
μονόκοιτος
sleeping alone

ShortDef

sleeping alone

Debugging

Headword:
μονόκοιτος
Headword (normalized):
μονόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
μονοκοιτος
IDX:
57746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57747
Key:

Data

{'content': 'sleeping alone'}