Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
μονόκρουνον
μονόκυκλος
View word page
μονοκοίλιος
with a single stomach

ShortDef

with a single stomach

Debugging

Headword:
μονοκοίλιος
Headword (normalized):
μονοκοίλιος
Headword (normalized/stripped):
μονοκοιλιος
IDX:
57744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57745
Key:

Data

{'content': 'with a single stomach'}