Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
μονοκρήπις
μονόκροτος
View word page
μονόκλωνος
with a single stem

ShortDef

with a single stem

Debugging

Headword:
μονόκλωνος
Headword (normalized):
μονόκλωνος
Headword (normalized/stripped):
μονοκλωνος
IDX:
57742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57743
Key:

Data

{'content': 'with a single stem'}