Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
μονοκόντιον
μονοκότυλος
View word page
μονόκλινον
a bed for one only

ShortDef

a bed for one only

Debugging

Headword:
μονόκλινον
Headword (normalized):
μονόκλινον
Headword (normalized/stripped):
μονοκλινον
IDX:
57740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57741
Key:

Data

{'content': 'a bed for one only'}