Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόθυρος
μονοίκητος
μονοκάλαμος
μονόκαμπτος
μονόκαυλος
μονοκέλης
μονοκένταυρος
μονόκερως
μονοκέφαλος
μονόκλαδος
μονόκλαυτος
μονοκληρονόμος
μονόκλινον
μονόκλιτος
μονόκλωνος
μονόκνημος
μονοκοίλιος
μονοκοιτέω
μονόκοιτος
μονόκοκκος
μονοκόνδυλος
View word page
μονόκλαυτος
by one only

ShortDef

by one only

Debugging

Headword:
μονόκλαυτος
Headword (normalized):
μονόκλαυτος
Headword (normalized/stripped):
μονοκλαυτος
IDX:
57738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57739
Key:

Data

{'content': 'by one only'}